- συναιροῦμαι
- συναιρέωgrasppres ind mp 1st sg (attic epic doric)συναιρέωgrasppres ind mp 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναιρούμαι — συναιρούμαι, συναιρέθηκα, συνηρημένος βλ. πίν. 77 Σημειώσεις: συναιρούμαι : η μτχ. συνηρημένος (σπάνια συναιρεμένος) χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο, για να χαρακτηρίσει τα ρ. που προέρχονται από συναίρεση … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συναιρώ — συναιρῶ, έω, ΝΜΑ [αἱρῶ] 1. κάνω συναίρεση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου (α. «το ο και το ου συναιρούνται» β. «τὸ ε και το ᾱ συναιροῡνται εἰς η», Απόλλ. Δύσκ.) 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνηρημένος, η, ο(ν) αυτός που έχει υποστεί … Dictionary of Greek
συναιρώ — συναίρεσα, συναιρέθηκα, συναιρεμένος, κυρίως το παθητ., συναιρούμαι παθαίνω συναίρεση: Στο ρήμα «αγαπάω» συναιρείται το α+ω σε ω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)